- φιλοεθνής
- -ές, Ααυτός που αγαπά το έθνος του, την πατρίδα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ἀλλο-εθνής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοεθνές — φιλοεθνής patriotic masc/fem voc sg φιλοεθνής patriotic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek